Η αντιπολίτευση εξακολουθεί να μην μπορεί να πείσει ότι δύναται να διαμορφώσει αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση
Από μία άποψη η αντιπολίτευση επιτέλους άρχισε να κάνει τη δουλειά της. Να παράγει πολιτικό αποτέλεσμα με τη δράση της προκαλώντας μια κάποια ανησυχία στην κυβέρνηση, όχι όμως -αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς και ρεαλιστές- κλονίζοντας την αίσθηση παντοδυναμίας της. Από αυτό απέχει παρασάγγας παρά την κοινωνική κόπωση και δυσαρέσκεια για αρκετές από τις κυβερνητικές πολιτικές.
Ασκεί τον αντιπολιτευτικό ρόλο της με το να εντοπίζει τις αδυναμίες της κυβέρνησης, ιδίως εκεί όπου καταγράφεται έντονη αλαζονεία της εξουσίας, αναδεικνύει θέματα που έχουν να κάνουν με ένα ευρύτερο «αίσθημα δικαίου» στην κοινωνία, όπως αυτό της μέχρι τώρα ατιμωρησίας ως προς τις πολιτικές ευθύνες για τα Τέμπη, συντονίζεται στο να υπογραμμίσει ότι επιλογές της κυβέρνησης, όπως π.χ. τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, δεν έχουν ευρύτερη συναίνεση και δεν παραλείπει να αναδεικνύει τα κοινωνικά προβλήματα από την ακρίβεια και τη στεγαστική κρίση μέχρι το «νόμιμο φακελάκι».
Μόνο που αυτή είναι η μισή δουλειά της αντιπολίτευσης. Την άλλη μισή, που είναι η κύρια και η ουσιώδης, δεν την κάνει ακόμη, όπως αποδεικνύεται και από τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων.
Γιατί εάν μιλούσαμε για τον Τύπο και τα ΜΜΕ, δεν θα είχα καμία αντίρρηση να συμφωνήσω ότι σε αυτή τη φάση αυτό ακριβώς θα έπρεπε να κάνουν. Και όταν δεν το κάνουν, τότε έχουμε πρόβλημα με την ενημέρωση, και κατά την άποψή μου, δυσλειτουργία τελικά της ίδιας της Δημοκρατίας.
Αλλά από τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν περιμένουμε απλώς να κάνουν κριτική ή να αναδεικνύουν τα «κακώς κείμενα», δεν περιορίζεται σε αυτό το έργο που καλούνται να επιτελέσουν.
Περιμένουμε -και οφείλουν- να μπορούν να προτείνουν εναλλακτικές πολιτικές, να έχουν πολιτικό πρόγραμμα που να μπορεί να γίνει κυβερνητική πρακτική και να «κατεβάσουν» αξιόπιστη πρόταση για το προς τα πού πρέπει να πάει αυτή η χώρα.
Γιατί αυτό αποτελεί την αναγκαία και ικανή συνθήκη, ώστε η αντιπολίτευση να μην εγκλωβίζεται στο να διαμεσολαβεί απλώς τη δυσαρέσκεια της κοινωνίας, αλλά να μπορεί να της προσφέρει διέξοδο και προοπτική προς τα πού να κινηθεί.
Και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με το να πειστεί η κοινωνία ότι αξίζει να στηρίξει την αντιπολίτευση εκλογικά.
Έχει να κάνει πρωτίστως με το εάν η κοινωνία καταρχάς θα αναζητήσει και εν συνεχεία θα πειστεί ότι υπάρχει διαφορετικός δρόμος.
Γιατί εάν η κοινωνία είναι δυσαρεστημένη και θυμωμένη, αλλά ταυτόχρονα δεν πιστεύει ότι μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα, τότε θα έχουμε εναλλαγές ανάμεσα σε κοινωνικές εκρήξεις και περιόδους παθητικότητας και κυνισμού και εκλογικά θα ωφελούνται είτε κόμματα διαμαρτυρίας, είτε κόμματα εκμετάλλευσης της διαμαρτυρίας (όπως οι παραλλαγές της ακροδεξιάς), χωρίς επί της ουσίας να αλλάζει τίποτα προς το καλύτερο για την κοινωνία, αν δεν συμβεί και το αντίθετο.
Ακριβώς για αυτό, σήμερα η χώρα χρειάζεται να κάνει μια σοβαρή συζήτηση για το μέλλον της και αυτό προϋποθέτει αντιπαράθεση πολιτικών προγραμμάτων.
Να ξαναπιάσουμε ένα νήμα που χάθηκε την περασμένη δεκαετία.
Τότε τα μνημόνια επέβαλαν στη χώρα μια εκδοχή νεοφιλελευθερισμού ως τη μόνη εφικτή – για την ακρίβεια τη μόνη αποδεκτή από τους δανειστές- πολιτική.
Το γεγονός ότι τελικά αναγκάστηκε να την εφαρμόσει και ο ΣΥΡΙΖΑ την έκανε μάλιστα να φαίνεται ως μονόδρομος, ο μοναδικός ορίζοντας.
Η ΝΔ, προφανώς και λόγω των καταβολών της, μπορεί να υποστηρίξει ότι εκπροσωπεί αυτή τη γραμμή και ενίοτε να την παρουσιάσει και ως «κεντρώα», διευρύνοντας το ακροατήριό της.
Δυστυχώς, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε το ΠΑΣΟΚ το προηγούμενο διάστημα επεξεργάστηκαν μια ρεαλιστική και πειστική για την κοινωνία εναλλακτική, που να δίνει μεγαλύτερη έμφαση στη δίκαιη αναδιανομή, την ενίσχυση του κράτους δικαίου και του κοινωνικού κράτους, την ενίσχυση της θέσης των εργαζομένων.
Το ΚΚΕ έχει προφανώς μια συνολικά διαφορετική οπτική, σοβαρή και επεξεργασμένη – κάτι που εξηγεί και την απήχησή του – μόνο που επιμένει ότι αυτό προϋποθέτει ένα είδος κοινωνικής ανατροπής που δεν είναι δεδομένο ότι θέλει η κοινωνία.
Αποτέλεσμα, ενώ σήμερα η κοινωνική αντιπολίτευση βρίσκεται στις επάλξεις, αντιδρώντας και διεκδικώντας, η κοινοβουλευτική αντιπολίτευση να μοιάζει αδύναμη να οδηγήσει στην ανατροπή, στην αλλαγή που ζητά ο κόσμος. Και αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί. Η ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να έχει μια αντιπολίτευση που απλώς θα «εκφράζει τη δυσαρέσκειά της» και θα καταγγέλει τις κυβερνητικές επιλογές.
Έχει ανάγκη από κάτι ανάλογο σαν κι αυτό που έκανε το ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1981. Και δεν αναφέρομαι τόσο στο ότι έπεισε ότι εκπροσωπούσε την αλλαγή. Αναφέρομαι κυρίως στο ότι όταν ήρθε στην εξουσία είχε ήδη πείσει την κοινωνία ότι είχε έτοιμα τα νομοσχέδια που θα έφερναν ακριβώς τις αλλαγές που είχε υποσχεθεί. Και όντως τα είχε έτοιμα.
Και έτσι αποκτήσαμε δημοκρατικό συνδικαλιστικό κίνημα, σύγχρονο οικογενειακό δίκαιο, αναγνώριση της εθνικής αντίστασης, δύο από τους μακροβιότερους με τη μεγαλύτερη αποδοχή νόμους για την εκπαίδευση και μέτρα, όπως η ΑΤΑ (Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή) που εκείνη τη στιγμή βελτίωσε τη θέση των εργαζομένων.
Προφανώς οι καιροί έχουν αλλάξει και σε συνθήκες ευρωπαϊκής ενοποίησης και παγκοσμιοποίησης υπάρχει μεγαλύτερη δυσκολία στην άρθρωση ριζοσπαστικών προοδευτικών πολιτικών, αλλά αυτό δεν αναιρεί την ανάγκη, η πρόκληση παραμένει.
Και μπορεί το εγχείρημα να είναι πιο δύσκολο και απαιτητικό, όμως εάν κοιτάξουμε έξω από τους κομματικούς μηχανισμούς και εξετάσουμε το δυναμικό που δραστηριοποιείται στην κοινωνία των πολιτών, στην έρευνα και στα πανεπιστήμια, ακόμη και στην επιχειρηματικότητα, θα βρούμε τους ανθρώπους με τις εμπειρίες, τις γνώσεις και συλλογικές διανοητικές ικανότητες να κάνουν αυτές τις επεξεργασίες.
Μόνο που αυτό απαιτεί και πολιτικά σχήματα που να μπορούν να οργανώσουν αυτή τη συζήτηση και αυτή την επεξεργασία.
Σχήματα που δεν τα έχουμε αυτή τη στιγμή, αλλά που χρειάζεται να τα αποκτήσουμε.
Διαφορετικά απλώς θα βλέπουμε τον «Κανένα» να κυριαρχεί στις δημοσκοπήσεις και την αποχή να κερδίζει στις κάλπες.
www.in.gr
❝ ετικέτες ❞ #ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ