του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου
Αντίθετα με ό,τι πιστεύουμε, η τυτώ δεν είναι απλώς μια κουκουβάγια. Για την ακρίβεια δεν είναι κουκουβάγια! Η τυτώ αποτελεί ένα ιδιαίτερο γλαυκόμορφο πτηνό της οικογένειας Tytonidae, που μοιάζει με κουκουβάγια, αλλά ανήκει στην ομάδα με τη γενική και τεχνητή ονομασία πεπλόγλαυκες. Αποτελεί το πλέον διαδεδομένο γλαυκόμορφο παγκοσμίως, με ευρύτατη εξάπλωση σε όλες τις ηπείρους (αν και όχι σε ερημικές περιοχές ή σε ζούγκλες), με πολλά υποείδη και ανάλογα ταξινομικά προβλήματα. Έτσι απουσιάζει από τις υποαρκτικές και ερημικές περιοχές, από τη Β. Ασία, μεγάλο μέρος της Ινδονησίας και από πολλά νησιά του Ειρηνικού. Μπορεί να απαντηθεί σε όλες τις μορφές διαμονής ή/και συνδυασμών τους: επιδημητικό, διαβατικό, καλοκαιρινός ή χειμερινός επισκέπτης, μερικώς μεταναστευτικό με μικρές τοπικές μετακινήσεις.
Η τυτώ απαντά σε ευρύτατο φάσμα βιοτόπων, εκτός από τα πολύ πυκνά τροπικά δάση, εσωτερικές ερήμους και ορεινές περιοχές. Προτιμάει τα ημι-ανοικτά τοπία, όπως σαβάνες, ημι-ερήμους και στέπες με δέντρα. Στην Ευρώπη απαντά σχεδόν αποκλειστικά στα ανοιχτά γεωργικά τοπία που γειτνιάζουν με οικιστικές περιοχές (ιδιαίτερα κωμοπόλεις ή χωριά), χρησιμοποιώντας για την αναπαραγωγή της κυρίως αχυρώνες, στάβλους και καμπαναριά εκκλησιών, ενώ σπάνια χρησιμοποιεί κοιλότητες δέντρων. Συνήθως δεν βρίσκεται σε περιοχές πάνω από τα 2000 μέτρα, αλλά στους τροπικούς μπορεί να φτάσει μέχρι τα 3000 μέτρα. Κατά τη διάρκεια της ανάπαυσης την ημέρα κρύβεται σε διάφορους κρυψώνες σε αχυρώνες, ερείπια, τρύπες δέντρων ή ρωγμές. Στη χώρα μας τη συναντάμε σε αγρούς και άλλες ανοικτές περιοχές με διάσπαρτα δέντρα, αγροικίες και παλιά κτήρια, στάβλους, αχυρώνες και ερείπια.



Σε γενικές γραμμές, πρόκειται για μεσαίου μεγέθους γλαυκόμορφο με απαλούς παλ χρωματισμούς, μακριές πτέρυγες, μακρείς σχεδόν άπτερους ταρσούς και, κοντή τετραγωνισμένη ουρά. Ειδικά, το πρόσωπο της τυτούς, αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση αφού, λόγω σχήματος, διαφορετικού χρώματος από το υπόλοιπο κεφάλι, της έλλειψης ωτικών λοφίων, σαν τα ψυδοαυτιά της κουκουβάγιας και της παρουσίας χαρακτηριστικών πτιλοειδών πτερών πάνω από το ράμφος, που δίνουν την αίσθηση μύτης, έχει δικαίως περιγραφεί ως «επίπεδη αποκριάτικη μάσκα»! που έχει φορεθεί αταίριαστα με το υπόλοιπο σώμα. Φυσικά, λόγω ακριβώς του προσώπου της δεν συγχέεται με οποιοδήποτε άλλο είδος.
Η τυτώ τρέφεται κυρίως με μικρά σπονδυλωτά, ιδιαίτερα τρωκτικά, από τα οποία το μεγαλύτερο ποσοστό είναι οικιακά ποντίκια ή χωραφοπόντικες. Μελέτες έχουν δείξει ότι κάθε άτομο μπορεί να φάει ένα ή περισσότερα τρωκτικά ανά νύκτα, ενώ όταν φωλιάζει, οι γονείς μαζί με τους νεοσσούς μπορεί να καταναλώσουν πάνω από 1.000 τρωκτικά ετησίως! Τοπικά άφθονα είδη τρωκτικών, μικρού σχετικά βάρους, συνήθως αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό λείας. Τα τρωκτικά αυτά, πιθανότατα αποτελούν τουλάχιστον τα ¾ της βιομάζας που καταναλώνεται από κάθε άτομο, με εξαίρεση ορισμένους νησιωτικούς πληθυσμούς. Η τυτώ είναι, γενικά, νυκτόβιο είδος όπως και οι γνήσιες κουκουβάγιες, μπορεί όμως να δραστηριοποιηθεί λίγο πριν το σούρουπο και, κάποιες φορές μπορεί να παρατηρηθεί κατά τη διάρκεια της ημέρας, να πετάει προσπαθώντας να αλλάξει κάποιο ανεπιθύμητο πόστο κουρνιάσματος. Κατά την περίοδο φωλιάσματος και όταν επικρατούν κακές καιρικές συνθήκες, η καθημερινή χρονική περίοδος κυνηγιού μπορεί να παραταθεί σημαντικά. Η τυτώ προτιμάει να κυνηγά στα όρια των ανοικτών μεγάλων εκτάσεων (λιβάδια, αγροί) με τα δάση. Πετάει χαμηλά και σχετικά αργά πάνω από το έδαφος, εποπτεύοντας το χώρο για σημεία που, πιθανόν, κρύβουν θηράματα. Πιο σπάνια, μπορεί να χρησιμοποιεί κάποια υψηλότερα πόστα (στύλους, φράχτες), ως σημεία ενέδρας. Μελέτες έχουν δείξει ότι χρησιμοποιεί τους ίδιους εναέριους «διαδρόμους» για το καθημερινό της κυνήγι σε μία συγκεκριμένη περιοχή.



Η τυτώ αρθρώνει διάφορα καλέσματα και ήχους, από τους οποίους ο πλέον χαρακτηριστικός είναι ένας ανοδικός σε συχνότητα τόνος, ήπιος στην αρχή αλλά με συνεχή ενδυνάμωση προς το τέλος και, κατάληξη σε έναν δυνατό, οξύτατο ήχο, που για όσους είχαν την εμπειρία να τον ακούσουν από κοντά, έχει περιγραφεί ως «τρομακτική στριγγλιά, που παγώνει το αίμα». Δες και άκου στο ΒΙΝΤΕΟ που ακολουθεί Βγάζει επίσης όταν βρίσκεται στη φωλιά, ένα συριστικό ήχο (hisss) σαν του φιδιού, έναν ήχο που μοιάζει με ελαφρύ ροχαλητό καί τέλος, έναν ήχο που μοιάζει με γάβγισμα.Τέλος, αντίθετα με ό, τι πιστεύεται, η τυτώ δεν χουχουρίζει, όπως κάνουν οι περισσότερες γνήσιες κουκουβάγιες.
Ως αποκλειστικοί κυνηγοί των ποντικιών και αρουραίων, τα πουλιά αυτά είχαν ευρέως εκτιμηθεί από τους αγρότες στην Ευρώπη. Μάλιστα, σε πολλές χώρες έχουν κατασκευαστεί παραδοσιακοί αχυρώνες και στάβλοι, με ειδικές πόρτες ή τρύπες που παρέχουν στα πουλιά πρόσβαση σε κατάλληλες θέσεις φωλιάσματος. Ωστόσο, το παρουσιαστικό της τυτούς και κυρίως η φωνή της, την έχουν συνδέσει επίσης, με πολλές προλήψεις. Ένα πουλί καρφωμένο στην πόρτα απέτρεπε την καταστροφή του αγροκτήματος και το προστάτευε από κεραυνούς και φωτιά! Η φωνή της ήταν προάγγελος θανάτου σε ορισμένες περιοχές, ενώ σε άλλες προανήγγειλε, αντίθετα, μία επικείμενη γέννηση! Στον ελλαδικό χώρο η Τυτώ απαντά και με τις ονομασίες Κλαψοπούλι, Ανθρωποπούλι, Χαροπούλι, Στριγγλοπούλι, Νεκροπούλι, Πεπλόγλαυκα, Μπαρμπαγιάννης, Ζαρί (Κρήτη) και Χουχουλόγεωργας (Αρκαδία).
ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΗΧΟΥΣ ΤΗΣ ΤΥΤΟΥΣ:
www.larissanet.gr
❝ ετικέτες ❞ #ΤΥΤΩ