Ο πληθωρισμός τροφίμων ήταν στο 3,2% τον Σεπτέμβριο και στο 1,5% τον Οκτώβριο σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, κάτι που δείχνει ότι σημειώθηκαν ανατιμήσεις

Παραμένει το αγκάθι της ακρίβειας που πλήττει τους πολίτες στην Ελλάδα, οι οποίοι τα βγάζουν δύσκολα πέρα. Είναι χαρακτηριστικό ότι το πραγματικό εισόδημα των πολιτών που ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα παραμένει σε χαμηλό επίπεδο. Στο 79% του ευρωπαϊκού μέσου όρου διαμορφώθηκε η πραγματική κατά κεφαλήν ιδιωτική κατανάλωση στην Ελλάδα το 2023 σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε η Eurostat το περασμένο καλοκαίρι, αυξημένη κατά μία ποσοστιαία μονάδα σε σύγκριση με το 2022. Με βάση αυτή την επίδοση η Ελλάδα κατατάσσεται στην 21η θέση μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Την ίδια ώρα, τα στοιχεία για το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης δείχνουν ότι αυτό διαμορφώθηκε στην Ελλάδα στο 67% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, με τη χώρα να κατατάσσεται στην προτελευταία θέση μεταξύ των 27 κρατών-μελών της Ε.Ε., υψηλότερα μόνο από τη Βουλγαρία.

Από κει και πέρα, όπως προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο πληθωρισμός τροφίμων («Διατροφή και αλκοολούχα ποτά») ανέρχεται στο 0,5% αν η σύγκριση πραγματοποιηθεί μεταξύ Ιανουαρίου και Οκτωβρίου του 2024. Το παραπάνω συνεπάγεται ότι υπάρχει ακρίβεια, καθώς ακόμη και η μισή μονάδα δείχνει έστω και μικρές ανατιμήσεις στο γενικό σύνολο των προϊόντων. Άλλωστε, o πληθωρισμός τροφίμων ήταν στο 3,2% τον Σεπτέμβριο και στο 1,5% τον Οκτώβριο σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, κάτι που δείχνει ότι σημειώθηκαν ανατιμήσεις σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο.

Πρόβλημα οι υπηρεσίες και ο δομικός πληθωρισμός

Παράλληλα, η ακρίβεια έχει απλωθεί παντού στην Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο δείκτης των υπηρεσιών έχει αυξηθεί κατά σχεδόν 5% μέσα στο δεκάμηνο αυτό, κάτι που αποτελεί ένα επιπλέον αγκάθι. Σύμφωνα με έκθεση της Alpha Bank, η οποία δημοσιοποιήθηκε πριν από λίγες ημέρες, από το ξέσπασμα της πανδημίας και μετά η πτώση της ζήτησης, πρωτίστως για υπηρεσίες και δευτερευόντως για συγκεκριμένα αγαθά, είχε αποτέλεσμα την επικράτηση αποπληθωριστικών πιέσεων. Από το φθινόπωρο του 2021 ωστόσο η εικόνα αντιστράφηκε με την εμφάνιση πληθωριστικών πιέσεων.

Από τις αρχές του έτους ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (όπως τον μετράει η Eurostat) έχει αυξηθεί 3% κατά μέσο όρο σε ετήσια βάση, με τις τιμές των υπηρεσιών να καταγράφουν άνοδο κατά 4,2%, συμβάλλοντας κατά τα δύο τρίτα στην άνοδο του γενικού δείκτη. Μάλιστα, για το 2024 οι υπηρεσίες στην Ελλάδα αντιπροσωπεύουν το 46,4% του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, το οποίο είναι το πέμπτο υψηλότερο στην Ε.Ε. των 27 και υψηλότερο του μέσου όρου αυτής (42,3%).

Τι γίνεται όμως με τις τιμές στις υπηρεσίες στην Ελλάδα; Όπως δείχνει η ανάλυση της Alpha Bank, το πρώτο εννιάμηνο του έτους οι τιμές της κατηγορίας που περιλαμβάνει τις υπηρεσίες αναψυχής και προσωπικής φροντίδας κατέγραψαν τη μεγαλύτερη άνοδο, ίση με 5,6%, ενώ ακολούθησαν οι τιμές που σχετίζονται με τις υπηρεσίες πακέτων διακοπών και παροχής καταλυμάτων (5%), τις μεταφορές (3,7%), τις διάφορες υπηρεσίες (3,3%) και τη στέγαση (3,1%). Αντιθέτως, μείωση κατά 0,9% σημείωσαν οι υπηρεσίες που σχετίζονται με την επικοινωνία, με τις τιμές στην εν λόγω κατηγορία να καταγράφουν διαρκή μείωση από το 2020.

H προσαρμογή των τιμών των υπηρεσιών στο γενικό επίπεδο τιμών τείνει να καθυστερεί περισσότερο σε σύγκριση με την προσαρμογή των τιμών άλλων κατηγοριών, όπως της ενέργειας, των τροφίμων και λοιπών αγαθών. Αυτό συνέβη κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης, καθώς ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή αυξήθηκε κατά 9,3% το 2022 και 4,2% το 2023, με τις τιμές των υπηρεσιών να αυξάνονται ηπιότερα, κατά 4,5% σε αμφότερα τα έτη, ενώ, αντιθέτως, οι τιμές των τροφίμων αυξήθηκαν κατά 12% και 11,7% αντίστοιχα.

Και το πρόβλημα δεν σταματάει εκεί. Ο πυρήνας του ελληνικού πληθωρισμού (εξαιρούνται τρόφιμα και ενέργεια) βρίσκεται στο 5,56% μεταξύ Ιανουαρίου και Οκτωβρίου του 2024, κάτι που δείχνει ότι είναι εύλογο να υπάρχει ανησυχία για το γενικό επίπεδο ανατιμήσεων στην Ελλάδα.

Αγκάθι οι υψηλοί έμμεσοι φόροι

Ολα τα παραπάνω έχουν ως αποτέλεσμα να γεμίζουν τα κρατικά ταμεία. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, για την Ελλάδα ο λόγος φόρου προς ΑΕΠ μειώθηκε το 2023 στο 39,8%, το δέκατο υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, από 41,2% το 2023. Το προηγούμενο έτος τα φορολογικά έσοδα από αγαθά και υπηρεσίες (έμμεσοι φόροι) ανήλθαν στο 40,1% του συνόλου των εσόδων στην Ελλάδα, από 43,3% που ήταν το 2022, με τη χώρα μας να βρίσκεται στην τρίτη υψηλότερη θέση μετά τη Λετονία (42%) και την Ουγγαρία (45,7%) σε αναλογία έμμεσων φόρων ως ποσοστό του ΑΕΠ.